Greek Meaning of readable
αναγνώσιμο
Other Greek words related to αναγνώσιμο
- Καθαρός
- αποκρυπτογραφήσιμος
- σαφής
- Αναγνώσιμο
- ορατός
- αισθητός
- κατανοητός
- διακριτός
- διακριτός
- δίκαιο
- Κατανοητός
- αισθητός
- παρατηρήσιμος
- αντιληπτό
- αναγνωρίσιμος
- ε разумный
- απτός
- κοφτερός
- απλός
- κατανοητός
- καλά καθορισμένο
- φαινομενικός
- φαλακρός
- Ευρύς
- σαφής
- σαφής
- Αναγνωρίσιμος
- κατανοητός
- Διάφανος σαν κρύσταλλο
- αποφάσισε
- Ευπεπτό
- διακριτός
- εμφανής
- ανεξερεύνητος
- κατανοητό
- γνωστό
- Σαφής
- φωτεινό
- φανερός
- προφανής
- Φανερός, Άδηλος
- απτός
- διαφανής
- σαφής
- απλός
- κουδούνισμα.
- αυτοφανής
- αυτοεξηγούμενο
- απλός
- απλός
- τακτοποιημένος
- διαφανής
- αναμφίβολος
- απροκάλυπτος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- λαμπερή γραμμή
- ασαφής
- συννεφιασμένος
- μυστηριώδης
- σκοτεινός, -ή, -ό
- αινιγματικός
- αμφίβολος
- ακατανόητος
- δυσανάγνωστο
- ασαφής
- μυστηριώδης
- ασαφής
- ασαφές
- ακατανόητος
- συννεφιασμένος
- αινιγματικός
- γκρι
- γκρί
- θολό
- δυσανάγνωστος
- άυλος
- ανεπαίσθητος
- ανακριβής
- ασήμαντος
- Αόριστος
- απροσδιόριστος
- αναίσθητος
- συγκεχυμένος
- σκιαγραφημένος
- Ολισθηρός
- λεπτός
- Άδηλος
- αβυσσαλέος
- άγνωστος
- δυσανάγνωστος
- ασαφής
- Μη προφανές
- αδιευκρίνιστος
- διάφανο
- αδιάκριτος
- ομιχλώδης
- θολό
- ασαφής
- μη δεσμευτικός
- αποκρυπτογραφημένο
Nearest Words of readable
- readability => Ευανάγνωστο
- write memory => Γράψτε τη μνήμη
- write head => Γράφον κεφαλή
- read method of childbirth => Η μέθοδος ανάγνωσης του τοκετού
- read method => μέθοδος ανάγνωσης
- read between the lines => Διαβάζω τα ενδιάμεσα
- read => διαβάζω
- reactor => Αντιδραστήρας
- reactivity => αντιδραστικότητα
- reactive schizophrenia => Αντιδραστική σχιζοφρένεια
Definitions and Meaning of readable in English
readable (s)
easily deciphered
readable (a.)
Such as can be read; legible; fit or suitable to be read; worth reading; interesting.
FAQs About the word readable
αναγνώσιμο
easily decipheredSuch as can be read; legible; fit or suitable to be read; worth reading; interesting.
Καθαρός,αποκρυπτογραφήσιμος,σαφής,Αναγνώσιμο,ορατός,αισθητός,κατανοητός,διακριτός,διακριτός,δίκαιο
ασαφής,συννεφιασμένος,μυστηριώδης,σκοτεινός, -ή, -ό,αινιγματικός,αμφίβολος,ακατανόητος,δυσανάγνωστο,ασαφής,μυστηριώδης
readability => Ευανάγνωστο, write memory => Γράψτε τη μνήμη, write head => Γράφον κεφαλή, read method of childbirth => Η μέθοδος ανάγνωσης του τοκετού, read method => μέθοδος ανάγνωσης,