Greek Meaning of overswell
κύμα
Other Greek words related to κύμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of overswell
- oversway => πείθω
- oversuspicious => υπερβολικά καχύποπτος
- oversure => υπερβολικά σίγουρος
- oversupply => υπερπροσφορά
- oversum => υπερβολή
- oversubtile => υπερβολικά λεπτός
- oversubscribed => Υπερκάλυψη
- overstuffed chair => Καρέκλα με υπερβολική ταπετσαρία
- overstuffed => υπερφορτωμένος
- overstuff => Υπερπλήρωση
Definitions and Meaning of overswell in English
overswell (v. t. & i.)
To swell or rise above; to overflow.
FAQs About the word overswell
κύμα
To swell or rise above; to overflow.
No synonyms found.
No antonyms found.
oversway => πείθω, oversuspicious => υπερβολικά καχύποπτος, oversure => υπερβολικά σίγουρος, oversupply => υπερπροσφορά, oversum => υπερβολή,