Greek Meaning of grubber
χορτοκοπτικό
Other Greek words related to χορτοκοπτικό
Nearest Words of grubber
Definitions and Meaning of grubber in English
grubber (n.)
One who, or that which, grubs; especially, a machine or tool of the nature of a grub ax, grub hook, etc.
FAQs About the word grubber
χορτοκοπτικό
One who, or that which, grubs; especially, a machine or tool of the nature of a grub ax, grub hook, etc.
εργάτης,εργαζόμενος,δούλος ,drone,Πεζός στρατιώτης,προνύμφη,μουρμούρα,πιόνι,βύσμα,υλοτόμος
Τεμπέλης,τεμπέλης,τεμπέλης,κωλοβάρελος,γυμνοσάλιαγκας,τεμπελιάρης,τεμπελιά,τεμπέλης
grubbed => ξεθάφτηκε, grub up => βρείτε φαγητό, grub street => Grub Street, grub out => σκάβω έξω, grub => προνύμφη,