Greek Meaning of crisis
κρίση
Other Greek words related to κρίση
- Σταυροδρόμι
- σκασίματα
- έκτακτη ανάγκη
- ανάγκη
- άκρο
- κεφάλι
- Κατάσταση
- σημείο βρασμού
- σημείο θραύσης
- κορύφωση
- συμπλέκτης
- συνθήκη
- συγκυρία
- ενδεχόμενο
- Κρίσιμος χρόνος
- Ντουνκέρκη
- Σημείο ανάφλεξης
- χρονική στιγμή
- ορόσημο
- στιγμή της αλήθειας
- σημείο μηδενικής επιστροφής
- δυνατότητα
- αδιέξοδο
- ντουλαπάκι με σπίρτα
- ώρα μηδέν
- γωνία
- αδιέξοδο
- την ενδεκάτη ώρα
- επισκευή
- τι συμβαίνει
- τρύπα
- Ζεστό νερό
- Αδιέξοδο
- μαρμελάδα
- ορόσημο
- τελευταία
- την ύστατη στιγμή
- περάσει
- τσίμπημα
- ξύνω
- κουκκίδα
- Νεκρό σημείο
- πορθμός
- σημείο καμπής
Nearest Words of crisis
Definitions and Meaning of crisis in English
crisis (n)
an unstable situation of extreme danger or difficulty
a crucial stage or turning point in the course of something
FAQs About the word crisis
κρίση
an unstable situation of extreme danger or difficulty, a crucial stage or turning point in the course of something
Σταυροδρόμι,σκασίματα,έκτακτη ανάγκη,ανάγκη,άκρο,κεφάλι,Κατάσταση,σημείο βρασμού,σημείο θραύσης,κορύφωση
No antonyms found.
crippling => αναπηρικός, crippled => ανάπηρος, cripple => ανάπηρος, criollo => κρεόλ, crinoline => Κρινολίνο,