FAQs About the word crinkly

τσαλακωμένος

uneven by virtue of having wrinkles or waves

Πτυχή,αύλακα,ρυτίδα,αυλάκωση,στένωμα,στρώμα,βρόχος,πλεξούδα,Πτυχή,στρώμα

ισοπεδώνω,Σίδηρος,σιδερώνω,Τύπος,λείο,ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ),ακόμα,λειαίνω,ξεδιπλώνω,ξεδιπλώνω

crinkle-root => Ρίζα τσάκισης, crinkleroot => Υδροφύλλο της Βιρτζίνια, crinkled => ζαρωμένος, crinkle root => Ρίζα κρυκλή, crinkle => Ζαρώματα,