Greek Meaning of crinkled
ζαρωμένος
Other Greek words related to ζαρωμένος
Nearest Words of crinkled
Definitions and Meaning of crinkled in English
crinkled (s)
uneven by virtue of having wrinkles or waves
FAQs About the word crinkled
ζαρωμένος
uneven by virtue of having wrinkles or waves
τριγμένη,θρόισμα,αναστενάζω,τρίζω,ψιθυρισμένο,τρίζει,τρίζει,γουργούρισμα,ψιθύρισε,σφύριξε
επίπεδο,Σιδερωμένο,σιδερωμένο,πιεσμένο,λειασμένος,ίσιωσε,ισορροπημένος,λειασμένος,αζάριαστο,ξεδιπλωμένος
crinkle root => Ρίζα κρυκλή, crinkle => Ζαρώματα, crinion => Άγνωστο, cringle => κρίκος, cringing => συρρικνωμένος,