FAQs About the word crinkled

ζαρωμένος

uneven by virtue of having wrinkles or waves

τριγμένη,θρόισμα,αναστενάζω,τρίζω,ψιθυρισμένο,τρίζει,τρίζει,γουργούρισμα,ψιθύρισε,σφύριξε

επίπεδο,Σιδερωμένο,σιδερωμένο,πιεσμένο,λειασμένος,ίσιωσε,ισορροπημένος,λειασμένος,αζάριαστο,ξεδιπλωμένος

crinkle root => Ρίζα κρυκλή, crinkle => Ζαρώματα, crinion => Άγνωστο, cringle => κρίκος, cringing => συρρικνωμένος,