Greek Meaning of corner
γωνία
Other Greek words related to γωνία
- δέσιμο
- κουτί
- Δίλημμα
- τρύπα
- Αγγούρι τουρσί
- αδιέξοδο
- κουκκίδα
- βάλτος
- κρίση
- δυσκολία
- επισκευή
- Αδιέξοδο
- τζακπότ
- μαρμελάδα
- μια κατσαρόλα με ψάρια
- βάλτος
- δεινό
- βάλτος
- Λαγότρυπα
- ποντικοπαγίδα
- δύσκολη κατάσταση
- συμπλέκτης
- διασταύρωση
- αδιέξοδο
- έκτακτη ανάγκη
- ανάγκη
- σταματώ
- Ζεστό νερό
- χρονική στιγμή
- κόμβος
- τσίμπημα
- δίλημμα
- ξύνω
- Σούπα
- Νεκρό σημείο
- στασιμότητα
- πορθμός
- πρόβλημα
- Catch-22
Nearest Words of corner
Definitions and Meaning of corner in English
corner (n)
a place off to the side of an area
the point where two lines meet or intersect
an interior angle formed by two meeting walls
the intersection of two streets
the point where three areas or surfaces meet or intersect
a small concavity
a temporary monopoly on a kind of commercial trade
a predicament from which a skillful or graceful escape is impossible
a projecting part where two sides or edges meet
a remote area
(architecture) solid exterior angle of a building; especially one formed by a cornerstone
corner (v)
gain control over
force a person or an animal into a position from which he cannot escape
turn a corner
corner (n.)
A free kick from close to the nearest corner flag post, allowed to the opposite side when a player has sent the ball behind his own goal line.
FAQs About the word corner
γωνία
a place off to the side of an area, the point where two lines meet or intersect, an interior angle formed by two meeting walls, the intersection of two streets,
δέσιμο,κουτί,Δίλημμα,τρύπα,Αγγούρι τουρσί,αδιέξοδο,κουκκίδα,βάλτος,κρίση,δυσκολία
αποφεύγω,απόδραση,κουνάω,αποφεύγω,Πάπια,ξεφεύγω,αποφεύγω,αποφεύγω,αποφεύγω,φάνκ
corneous => κεράτινος, cornell university => Πανεπιστήμιο Κορνέλ, cornell => Κορνέλ, cornelius jansenius => Κορνήλιος Ιανσένιος, cornelis jansen => Κορνήλιος Γιάνσεν,