FAQs About the word urbanite

Αστός, Αστού

a person who lives in a city, one living in a city

κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,προαστιώτης,χάμπουργκερ,Πολίτης,κάτοικος,κάτοικος,εθνικός,Γηγενής

εξωγήινος,ξένος,καλεσμένος,τουρίστας,παροδικός,Επισκέπτης,μη ντόπιο,μη πολίτης

urban myth => Αστικός μύθος, upwelling => ανύψωση, upturns => βελτιώσεις, uptrend => ανοδική τάση, upthrusted => ανυψωμένο,