Greek Meaning of urbanites
Αστικοί
Other Greek words related to Αστικοί
Nearest Words of urbanites
Definitions and Meaning of urbanites in English
urbanites
a person who lives in a city, one living in a city
FAQs About the word urbanites
Αστικοί
a person who lives in a city, one living in a city
προαστιακοί,πόλεις,κάτοικοι,κάτοικοι,κάτοικοι,κάτοικοι,Πολίτες,Γηγενείς,επιβάτες,κάτοικοι
εξωγήινοι,Ξένοι,οι επισκέπτες,μη-πολίτες,Τουρίστες,επισκέπτες,μη ιθαγενείς,Προσωρινοί
urbanite => Αστός, Αστού, urban myth => Αστικός μύθος, upwelling => ανύψωση, upturns => βελτιώσεις, uptrend => ανοδική τάση,