Greek Meaning of lustrating

καθαρτικό

Other Greek words related to καθαρτικό

Definitions and Meaning of lustrating in English

Webster

lustrating (p. pr. & vb. n.)

of Lustrate

FAQs About the word lustrating

καθαρτικό

of Lustrate

βάπτιση,βαπτίζοντας,τιμωρία,καθαρισμός,εξορκίζω,εξορκισμός,καθαριστικός,πνευματοποίηση,ευλογία,αγιοποίηση

βεβήλωση,βεβήλωση,Αποϊεροποίηση,,βεβήλωση,ρύπανση,μολυσματικό,βλασφημία,μόλυνση,παραβιάζοντας

lustrated => εικονογραφημένο, lustrate => καθαρίζω, lustral => καθαρτικός, lustra => γυαλίζει, lustless => αδιάφορος,