Greek Meaning of lustrated

εικονογραφημένο

Other Greek words related to εικονογραφημένο

Definitions and Meaning of lustrated in English

Webster

lustrated (imp. & p. p.)

of Lustrate

FAQs About the word lustrated

εικονογραφημένο

of Lustrate

βαπτισμένος,Τιμωρημένος,Καθαρισμένο,καθαρισμένος,βαπτισμένος,ευλογημένος,κανονικοποιημένος,αφιερωμένος,αφιερωμένος,αφοσιωμένος

καταραμένος,deconsecrated,βεβηλωμένος,βεβηλωμένος,βεβηλωμένος,βεβηλωμένος,Μολυσμένος,καταραμένος,μολυσμένος,βεβηλωμένος

lustrate => καθαρίζω, lustral => καθαρτικός, lustra => γυαλίζει, lustless => αδιάφορος, lustily => ζωηρά,