Greek Meaning of lustihood
ορμητικότητα
Other Greek words related to ορμητικότητα
Nearest Words of lustihood
Definitions and Meaning of lustihood in English
lustihood (n.)
State of being lusty; vigor of body.
FAQs About the word lustihood
ορμητικότητα
State of being lusty; vigor of body.
επιθυμία,πάθος,επιθυμία,σκληρότητα,ζεστός,Φαγούρα,ερωτομανής,Λιβιδινικότητα,Ζήλος,ερωτομανία
αποχή,εγκράτεια,αγνότητα,ψυχρότητα,ψυχρότητα
lustihead => Δεν υπάρχει άμεση μετάφραση, lustfully => επιθυμητικά, lusterware => Εφυαλωμένη κεραμική, lusterlessness => έλλειψη λάμψης, lusterless => θαμπό,