Greek Meaning of lustering
λαμπερό
Other Greek words related to λαμπερό
- λαμπερό
- Αστραφτερός
- λαμπερός
- λαμπερό
- φλεγόμενος
- αναβοσβήνει
- κλεφτή
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερός
- φωτεινό
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερά
- λαμπερός
- κλείσιμο του ματιού
- κλείσιμο του ματιού
- χαμογελαστός
- εκθαμβωτικός
- φλεγόμενος
- τυφλωτική
- καίγοντας
- εκτυφλωτικό
- εκτυφλωτικός
- φλεγόμενος
- εκτυφλωτικός
- ακτινοβόλος
Nearest Words of lustering
Definitions and Meaning of lustering in English
lustering (p. pr. & vb. n.)
of Lustre
lustering (n.)
The act or process of imparting a luster, as to pottery.
The brightening of a metal in the crucible when it becomes pure, as in certain refining processes.
FAQs About the word lustering
λαμπερό
of Lustre, The act or process of imparting a luster, as to pottery., The brightening of a metal in the crucible when it becomes pure, as in certain refining pro
λαμπερό,Αστραφτερός,λαμπερός,λαμπερό,φλεγόμενος,αναβοσβήνει,κλεφτή,λαμπερός,λαμπερό,λαμπερός
No antonyms found.
luster lustre => γυαλάδα γυαλάδα, luster => Λάμψη, lust for learning => Δίψα για γνώση, lust after => ποθώ, lussheburgh => Λουξεμβούργο,