Greek Meaning of lech
ερωτομανής
Other Greek words related to ερωτομανής
Nearest Words of lech
- leccinum fibrillosum => είδος μανιταριού
- leccinum => Λεκκίνουμ
- lecanorin => Λεκανωρίνη
- lecanoric => λεκανωρικός
- lecanoraceae => Lecanoraceae
- lecanora => Φελλός
- lecanopteris => Lecanopteris
- lecanomancy => Λεκανομαντεία
- leboyer method of childbirth => Μέθοδος Λεμπόγιερ για τον τοκετό
- leboyer method => Η μέθοδος Leboyer
Definitions and Meaning of lech in English
lech (n)
man with strong sexual desires
lech (v. t.)
To lick.
FAQs About the word lech
ερωτομανής
man with strong sexual desiresTo lick.
επιθυμία,άσεμνο βλέμμα,πάθος,επιθυμία,σκληρότητα,ζεστός,Φαγούρα,σκοποφιλία,Ζήλος,ερωτομανία
αποχή,εγκράτεια,αγνότητα,ψυχρότητα,ψυχρότητα
leccinum fibrillosum => είδος μανιταριού, leccinum => Λεκκίνουμ, lecanorin => Λεκανωρίνη, lecanoric => λεκανωρικός, lecanoraceae => Lecanoraceae,