FAQs About the word lech

ερωτομανής

man with strong sexual desiresTo lick.

επιθυμία,άσεμνο βλέμμα,πάθος,επιθυμία,σκληρότητα,ζεστός,Φαγούρα,σκοποφιλία,Ζήλος,ερωτομανία

αποχή,εγκράτεια,αγνότητα,ψυχρότητα,ψυχρότητα

leccinum fibrillosum => είδος μανιταριού, leccinum => Λεκκίνουμ, lecanorin => Λεκανωρίνη, lecanoric => λεκανωρικός, lecanoraceae => Lecanoraceae,