Greek Meaning of sacralizing

ιεροποίηση

Other Greek words related to ιεροποίηση

Definitions and Meaning of sacralizing in English

sacralizing

to treat as or make sacred

FAQs About the word sacralizing

ιεροποίηση

to treat as or make sacred

ευλογία,καθαγιάζω,αφιερωμένο,αγιασμένος,βάπτιση,βαπτίζοντας,αφοσιωμένος,αγιασμός,πνευματοποίηση,αγιοποίηση

βεβήλωση,βεβήλωση,Αποϊεροποίηση,,βεβήλωση,μολυσματικό,βλασφημία,μόλυνση,μόλυνση,παραβιάζοντας

sacralized => ιεροποιημένος, sacralize => καθιερώνω, sacks => σάκοι, sabres => σπαθιά, sabotaging => σαμποτάροντας,