FAQs About the word publicly

δημόσια

in a manner accessible to or observable by the public; openly, by the public or the people generally

ανοικτά

Εμπιστευτικά,εγκληματικά,μυστικά,παρασκήνια,κεκλεισμένων των θυρών,δυο,προς τα μέσα,Σιγανά,κατ' ιδίαν

publicizing => δημοσιοποίηση, publicized => δημοσιοποιημένο, publicize => διαφημίζω, publicity pamphlet => διαφημιστικό φυλλάδιο, publicity man => πραιτοριανός,