Greek Meaning of publicly
δημόσια
Other Greek words related to δημόσια
Nearest Words of publicly
- public-relations campaign => εκστρατεία δημοσίων σχέσεων
- public-service corporation => Δημόσια υπηρεσία
- public-spirited => κοινωφελής
- publish => δημοσιεύω
- publishable => Δημοσιεύσιμο
- published => δημοσιευμένα
- publisher => εκδότης
- publishing => έκδοση
- publishing company => Εκδοτικός οίκος
- publishing conglomerate => Εκδοτικός όμιλος
Definitions and Meaning of publicly in English
publicly (r)
in a manner accessible to or observable by the public; openly
by the public or the people generally
FAQs About the word publicly
δημόσια
in a manner accessible to or observable by the public; openly, by the public or the people generally
ανοικτά
Εμπιστευτικά,εγκληματικά,μυστικά,παρασκήνια,κεκλεισμένων των θυρών,δυο,προς τα μέσα,Σιγανά,κατ' ιδίαν
publicizing => δημοσιοποίηση, publicized => δημοσιοποιημένο, publicize => διαφημίζω, publicity pamphlet => διαφημιστικό φυλλάδιο, publicity man => πραιτοριανός,