Greek Meaning of brickle

Τραγανός

Other Greek words related to Τραγανός

Definitions and Meaning of brickle in English

Wordnet

brickle (s)

having little elasticity; hence easily cracked or fractured or snapped

Webster

brickle (a.)

Brittle; easily broken.

FAQs About the word brickle

Τραγανός

having little elasticity; hence easily cracked or fractured or snappedBrittle; easily broken.

εύθραυστος,Κροκαλένια,τραγανό,τραγανός,εύθρυπτος,τραγανός,τραγανός,ασταθής,φολιδωτός,εύθραυστος

ελαστικός,ευέλικτος,εύκαμπτος, εύπλαστος,ανθεκτικός,εύκαμπτος, εύπλαστος,δυνατός,γερός,σκληρός

bricklaying => Τουβλοποιία, bricklayer's hammer => Σφυρί του μπετατζή, bricklayer => κτίστης, brickkiln => Τουβλάδικος, bricking => Μετατροπή της μηχανής σε τούβλο,