FAQs About the word hand glass

Καθρέφτης χειρός

a mirror intended to be held in the hand, light microscope consisting of a single convex lens that is used to produce an enlarged image

Καθρέφτης cheval,Τουαλέτα,καθρέφτης,στενό καθρέφτης,Καθρέφτης προβλήτας,Γυαλί,καθρέφτης,Ανακλαστήρας

No antonyms found.

hand flus => Πλύσιμο χεριών, hand fern => Φτέρη χεριού, hand drill => Χειροκίνητο δράπανο, hand down => κληρονομώ, hand cream => κρέμα χεριών,