Greek Meaning of reciprocated
αμοιβαίος
Other Greek words related to αμοιβαίος
Nearest Words of reciprocated
- reciprocate => Ανταποδοσια
- reciprocalness => αμοιβαιότητα
- reciprocally => αμοιβαία
- reciprocality => αμοιβαιότητα
- reciprocal-inhibition therapy => Αμοιβαία θεραπεία αναστολής
- reciprocal pronoun => Αντωνυμία αντιστρόφου σχέσεως
- reciprocal ohm => Αμοιβαίο ωμ
- reciprocal inhibition => αμοιβαία αναστολή
- reciprocal cross => ανταλλακτικό σταυρό
- reciprocal => αμοιβαία
- reciprocating => εναλλασσόμενος
- reciprocating engine => Εμβολοφόρος μηχανή
- reciprocating saw => Εναλλασσόμενο πριόνι
- reciprocation => αμοιβαιότητα
- reciprocative => αμοιβαίος
- reciprocatory => αμοιβαίος
- reciprocity => αμοιβαιότητα
- reciprocornous => άρρητος
- reciprocous => αμοιβαίος
- reciprok => αμοιβαίος
Definitions and Meaning of reciprocated in English
reciprocated (imp. & p. p.)
of Reciprocate
FAQs About the word reciprocated
αμοιβαίος
of Reciprocate
εξοφλημένος,ανταλλάχθηκε,Αμοιβαίος,εκδικημένος,αποζημιωμένοι,έδωσε ξανά,πήρα πίσω (σε),αποζημιωμένο,πληρωμένος,αποζημιωμένος
οφειλόμενος
reciprocate => Ανταποδοσια, reciprocalness => αμοιβαιότητα, reciprocally => αμοιβαία, reciprocality => αμοιβαιότητα, reciprocal-inhibition therapy => Αμοιβαία θεραπεία αναστολής,