Greek Meaning of collegial
φιλικός
Other Greek words related to φιλικός
- φιλικός
- φιλεύσπλαχνος
- ζεστός
- στοργικός
- φιλικός
- φίλοι
- φιλαράκια
- φιλικός
- συντροφικός
- Φιλικός
- φιλικός
- αδελφικός
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- χαίρετε πάντες
- γενναιόδωρος
- αγαπώντας
- χαρούμενος
- φιλικός
- ωραίο
- Παράλυση
- κολλητός φίλος
- γλυκό
- Θερμόκαρδος
- Φιλικός
- λατρεύω
- Φιλικός
- ευχάριστος
- προσιτός
- αδελφικός
- κοντά
- κλειστό
- αφοσιωμένος
- εξωστρεφής
- εξωστρεφής
- γνώριμος
- λαϊκός
- οπαδός
- Καλοσυνάτος
- κοινωνικός
- χαλαρός σύντροφος
- φιλόξενος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- Φίλος
- εξωστρεφής
- αδελφικός
- κοινωνικός
- ανταγωνιστικός
- παγετώδης
- εχθρικός
- ανεπιθύμητος
- επιθετικός
- αλλοτριωμένος
- επιχειρηματικός
- εμπόλεμος
- κρύος
- κρύος
- μαχητικός
- Αμφιλεγόμενος
- κουλ
- κρύο
- παγωμένος
- παγωμένος
- μαχητικός
- φιλονικός
- αντικοινωνικός
- χιονώδης
- πολεμοχαρής
- ψυχρός
- φιλονικητής
- αποξενωμένος
- εχθρικός
- εχθρικός
- φτωχό
- άγριος
- ακοινώνητος
- χειμωνιάτικος
Nearest Words of collegial
- college student => Φοιτητής
- college of cardinals => Ιερό Κολλέγιο Καρδιναλίων
- college man => Φοιτητής
- college level => Πανεπιστημιακό επίπεδο
- college girl => φοιτήτρια
- college boy => Φοιτητής
- college => πανεπιστήμιο
- colleen => κοπέλα
- collector's item => συλλεκτικό είδος
- collector of internal revenue => Εισπράκτορας εσωτερικών εσόδων
Definitions and Meaning of collegial in English
collegial (a)
characterized by or having authority vested equally among colleagues
of or resembling or typical of a college or college students
FAQs About the word collegial
φιλικός
characterized by or having authority vested equally among colleagues, of or resembling or typical of a college or college students
φιλικός,φιλεύσπλαχνος,ζεστός,στοργικός,φιλικός,φίλοι,φιλαράκια,φιλικός,συντροφικός,Φιλικός
ανταγωνιστικός,παγετώδης,εχθρικός,ανεπιθύμητος,επιθετικός,αλλοτριωμένος,επιχειρηματικός,εμπόλεμος,κρύος,κρύος
college student => Φοιτητής, college of cardinals => Ιερό Κολλέγιο Καρδιναλίων, college man => Φοιτητής, college level => Πανεπιστημιακό επίπεδο, college girl => φοιτήτρια,