Greek Meaning of collegiate

πανεπιστημιακό

Other Greek words related to πανεπιστημιακό

Definitions and Meaning of collegiate in English

Wordnet

collegiate (a)

of or resembling or typical of a college or college students

FAQs About the word collegiate

πανεπιστημιακό

of or resembling or typical of a college or college students

ακαδημαϊκός,εκπαιδευτικό,διανοούμενος,σχολικός,Εκπαιδευτικός,Πτυχιούχος,παιδαγωγικός,μεταπτυχιακός,επιστημονικός,ο βιβλιολάτρης

Παράλληλη εκπαίδευση,Εξωσχολικός,μη ακαδημαϊκός,μη πανεπιστημιακός,μη εκπαιδευτικός,ακαλλιέργητος

collegian => φοιτητής, collegial => φιλικός, college student => Φοιτητής, college of cardinals => Ιερό Κολλέγιο Καρδιναλίων, college man => Φοιτητής,