Greek Meaning of curricular
σχολικός
Other Greek words related to σχολικός
Nearest Words of curricular
- currer bell => Κάρρερ Μπελ
- currentness => επικαιρότητα
- currently => επί του παρόντος
- current unit => Τρέχουσα μονάδα
- current of air => Ρεύμα αέρα
- current intelligence => Τρέχουσα πληροφορία
- current electricity => ηλεκτρικό ρεύμα
- current assets => Τρέχοντα περιουσιακά στοιχεία
- current account => τρεχούμενος λογαριασμός
- current => τρέχων
Definitions and Meaning of curricular in English
curricular (a)
of or relating to an academic course of study
FAQs About the word curricular
σχολικός
of or relating to an academic course of study
ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,εκπαιδευτικό,διανοούμενος,παιδαγωγικός,παιδαγωγικός,επιστημονικός,σχολικός,ο βιβλιολάτρης,πανεπιστημιακό
Εξωσχολικός,μη ακαδημαϊκός,μη εκπαιδευτικός,Παράλληλη εκπαίδευση,ακαλλιέργητος,Αντιακαδημαϊκός
currer bell => Κάρρερ Μπελ, currentness => επικαιρότητα, currently => επί του παρόντος, current unit => Τρέχουσα μονάδα, current of air => Ρεύμα αέρα,