Greek Meaning of currier
βυρσοδέψης
Other Greek words related to βυρσοδέψης
- νυχτερίδα
- Ζύμη
- ρυθμός
- κάνω
- κρύβω
- χτυπάω
- Μάστιγα
- Γούνα
- λίρα
- γροθιά
- μαστίγιο
- bash
- Περιχύνω
- ζώνη
- Σημύδα
- ρόπαλο
- κουτί
- Μπουφές
- κόβω
- κλαμπ
- ψέμα
- μαστίγιο
- σφυρί
- χτύπημα
- Δαντέλα
- λοιδορώ
- αφρός
- μαυλί
- Κουπί
- επικόλληση
- σφαιρίδιο
- χτυπάω
- επιδρομή
- βιασύνη
- χτύπημα
- Χαστούκι
- Πλάκα
- Σλόγκαν
- χαστούκι
- συντρίβω
- κάλτσα
- Ξύλο
- καταιγίδα
- σάρωση
- διακόπτης
- μαυρισμένος
- θράσι
- αλωνίζω
- κτύπημα
- Ράπισμα
- χτύπημα
- φάλαινα
- ουάπ
- εφάρμοσε εργασία
- πληγή
- φράζω
- κατεβαίνω (πάνω ή πάνω)
- χάος (πάνω)
- διάτρηση
- τραχύς (πάνω)
- υπογραμμίζω
- περικυκλωμένος
- μπλακτζακ
- προτομή
- μπαστούνι
- δείρω
- επιρροή
- Δέρμα αγελάδας
- ρωγμή
- ρόπαλο
- μανσέτα
- μαστιγωτό
- μαστιγώνω
- αίμα
- μαστίγιο
- σκίζω
- λάμδα
- επικρίνω
- Δέρμα
- τσαλακώνω
- ωμό δέρμα
- μάστιγα
- Ιμάντας
- SWAT
- χτύπημα
- σάλπιγγα
- whou
- θόρυβος
- πήδα (σε)
- βάζω πάνω
Nearest Words of currier
- curriculum vitae => Βιογραφικό σημείωμα
- curriculum => πρόγραμμα σπουδών
- curricular => σχολικός
- currer bell => Κάρρερ Μπελ
- currentness => επικαιρότητα
- currently => επί του παρόντος
- current unit => Τρέχουσα μονάδα
- current of air => Ρεύμα αέρα
- current intelligence => Τρέχουσα πληροφορία
- current electricity => ηλεκτρικό ρεύμα
Definitions and Meaning of currier in English
currier (n)
United States lithographer who (with his partner James Ives) produced thousands of prints signed `Currier & Ives' (1813-1888)
a craftsman who curries leather for use
FAQs About the word currier
βυρσοδέψης
United States lithographer who (with his partner James Ives) produced thousands of prints signed `Currier & Ives' (1813-1888), a craftsman who curries leather f
νυχτερίδα,Ζύμη,ρυθμός,κάνω,κρύβω,χτυπάω,Μάστιγα,Γούνα,λίρα,γροθιά
No antonyms found.
curriculum vitae => Βιογραφικό σημείωμα, curriculum => πρόγραμμα σπουδών, curricular => σχολικός, currer bell => Κάρρερ Μπελ, currentness => επικαιρότητα,