Greek Meaning of current electricity
ηλεκτρικό ρεύμα
Other Greek words related to ηλεκτρικό ρεύμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of current electricity
- current intelligence => Τρέχουσα πληροφορία
- current of air => Ρεύμα αέρα
- current unit => Τρέχουσα μονάδα
- currently => επί του παρόντος
- currentness => επικαιρότητα
- currer bell => Κάρρερ Μπελ
- curricular => σχολικός
- curriculum => πρόγραμμα σπουδών
- curriculum vitae => Βιογραφικό σημείωμα
- currier => βυρσοδέψης
Definitions and Meaning of current electricity in English
current electricity (n)
a flow of electric charge
FAQs About the word current electricity
ηλεκτρικό ρεύμα
a flow of electric charge
No synonyms found.
No antonyms found.
current assets => Τρέχοντα περιουσιακά στοιχεία, current account => τρεχούμενος λογαριασμός, current => τρέχων, currency => Νόμισμα, currawong => Κουρούκα,