FAQs About the word hailstorm

χαλαζόπτωση

a storm during which hail fallsA storm accompanied with hail; a shower of hail.

Χιονοθύελλα,καταιγίδα,Καταιγίδα,Χιονοθύελλα,Καταιγίδα,Καταιγίδα,Καιρός,καταιγίδα,Κυκλώνας,Τυφώνας

No antonyms found.

hailstone => χαλάζι, hailshot => χαλάζι, hailse => χαλάζι, hail-fellow-well-met => χαίρετε πάντες, hail-fellow => χαλαρός σύντροφος,