Greek Meaning of snowstorm

Χιονοθύελλα

Other Greek words related to Χιονοθύελλα

Definitions and Meaning of snowstorm in English

Wordnet

snowstorm (n)

a storm with widespread snowfall accompanied by strong winds

FAQs About the word snowstorm

Χιονοθύελλα

a storm with widespread snowfall accompanied by strong winds

Χιονοθύελλα,Καταιγίδα,καταιγίδα,Κυκλώνας,χαλαζόπτωση,Τυφώνας,παγετωνικός καταιγίδας,Βορειοανατολικός άνεμος,βορειοανατολικά,Καταιγίδα

No antonyms found.

snowshoe rabbit => λαγός με χιονάτα πατουσάκια, snowshoe hare => Χιονόλαγος, snowshoe => Χιονορακέτα, snowplow => εκχιονιστικό μηχάνημα, snowplough => χιονοεκτοξευτήρας,