Greek Meaning of snowstorm
Χιονοθύελλα
Other Greek words related to Χιονοθύελλα
Nearest Words of snowstorm
- snowshoe rabbit => λαγός με χιονάτα πατουσάκια
- snowshoe hare => Χιονόλαγος
- snowshoe => Χιονορακέτα
- snowplow => εκχιονιστικό μηχάνημα
- snowplough => χιονοεκτοξευτήρας
- snow-on-the-mountain => χιονάνθρωπος στο βουνό
- snowmobile => Χιονομηχανή
- snowman => ☃️ χιονάνθρωπος
- snow-in-summer => χιονανθές
- snowflake => νιφάδα
Definitions and Meaning of snowstorm in English
snowstorm (n)
a storm with widespread snowfall accompanied by strong winds
FAQs About the word snowstorm
Χιονοθύελλα
a storm with widespread snowfall accompanied by strong winds
Χιονοθύελλα,Καταιγίδα,καταιγίδα,Κυκλώνας,χαλαζόπτωση,Τυφώνας,παγετωνικός καταιγίδας,Βορειοανατολικός άνεμος,βορειοανατολικά,Καταιγίδα
No antonyms found.
snowshoe rabbit => λαγός με χιονάτα πατουσάκια, snowshoe hare => Χιονόλαγος, snowshoe => Χιονορακέτα, snowplow => εκχιονιστικό μηχάνημα, snowplough => χιονοεκτοξευτήρας,