Greek Meaning of penalization
ποινή
Other Greek words related to ποινή
Nearest Words of penalization
Definitions and Meaning of penalization in English
penalization (n)
the act of punishing
FAQs About the word penalization
ποινή
the act of punishing
τιμωρώ,τιμωρώ,τιμωρείν,Σωστό,επικρίνω,Πειθαρχία,καλό,αξιολογώ,χρέωση,τιμωρώ
δικαιολογία,Χάνομαι,συγχώρεση,εφεδρικό,απαλλάσσω,απαλλάσσειν,Καταβαίνω,λύτρα,Απελευθέρωση,δικαιώνω
penality => Ποινή, penalise => τιμωρεί, penalisation => ποινικοποίηση, penal institution => Σωφρονιστικό κατάστημα, penal facility => Σωφρονιστικό κατάστημα,