Greek Meaning of mortarman

Ολμοβόλος

Other Greek words related to Ολμοβόλος

Definitions and Meaning of mortarman in English

mortarman

a soldier who operates a mortar

FAQs About the word mortarman

Ολμοβόλος

a soldier who operates a mortar

Πυροβολητής,Πυροβολητής,Πυροβολητής,Θαλάσσιος,Δασοφύλακας,Σκοπευτής,Τοξότης,Ιππέας,κομάντο,ομοσπονδιακός

Πολίτης

mortals => θνητοί, morsels => κομμάτια, morphs => μορφές, morphinisms => μορφινισμοί, morphing => μεταμόρφωση,