Greek Meaning of mosaics
ψηφιδωτά
Other Greek words related to ψηφιδωτά
- Ταπισερί
- κολάζ
- Μελωδίες
- ποικιλίες
- συσσωρεύσεις
- συσσωματώματα
- συγκεντρώσεις
- Σούπα αλφαβήτου
- αμαλγάματα
- Συναθροίσεις
- αναμειγνύει
- σύνθετα υλικά
- ενώσεις
- τρελά παπλώματα
- συγχωνεύσεις
- κατακερματισμός
- πανδαισία
- ακαταστασία
- Ζούγκλες
- Γεννηματα
- ζωολογικός κήπος
- μίγμα σύγχυσης
- μοντάζ
- έλαια
- παρωδίες
- Χωρατά
- patchwork
- Ποτ πουρί
- Σακούλες με ρούχα
- ραγού
- ουράνιο τόξο
- σαλάτες
- γκάφες
- αποtrίμματα
- χαρτογιακό
- μπλεξίματα
- Διάφορα
- συλλογές
- απολειφάδια
- ψιλοπράγματα
- σκορπαρισμένα
- διάφορα
- Πρόσθετα
- αδρανή
- συναθροίσεις
- κράματα
- κουβάδες απορριμμάτων
- χάος
- ακαταστασία
- συνδυασμοί
- Μείγματα
- Οι συγχύσεις
- συσσωματώματα
- συσσωματώματα
- διαταραχές
- αποδιοργανώνει
- διαταραχές
- μίξη
- τσάντες δώρου
- γκόμπο
- μίξεις
- μίξεις
- Τζαμπαλάγια
- φρουτοσαλάτα
- χάος
- Μικτά σακούλια
- μπέρδεμα
- βάλτοι
- διάφορα
- χάος
- έννοιες
- όγια ποδρίδα
- ollas podridas
- χαρμάνια
- ανακατεύει
- Ανάμικτη σαλάτα
- ανακατεύει
- Ανακατεύει
- Τραπέζι φαγητού
- μαγειρευτά
- μπερδέματα
- πέφτει
- Ελαφρών βαρών
Nearest Words of mosaics
Definitions and Meaning of mosaics in English
mosaics
a picture or design made in mosaic, the process of making it, a composite map made of photographs taken by an aircraft or spacecraft, any of numerous virus diseases of plants characterized by diffuse light and dark green or yellow and green mottling of the foliage compare tobacco mosaic virus, the part of a television camera tube consisting of many minute photoelectric particles that convert light to an electric charge, determinate sense 5, an organism or one of its parts composed of cells of more than one genotype, to form into a mosaic, of or relating to Moses or the institutions or writings attributed to him, something resembling a mosaic, the process of making mosaics, a decoration on a surface made by setting small pieces of glass, tile, or stone of different colors into another material so as to make pictures or patterns, a virus disease of plants characterized by mottling of the foliage, exhibiting mosaicism, to decorate with mosaics, a surface decoration made by inlaying small pieces of variously colored material to form pictures or patterns, determinate, of, relating to, produced by, or resembling a mosaic
FAQs About the word mosaics
ψηφιδωτά
a picture or design made in mosaic, the process of making it, a composite map made of photographs taken by an aircraft or spacecraft, any of numerous virus dise
Ταπισερί,κολάζ,Μελωδίες,ποικιλίες,συσσωρεύσεις,συσσωματώματα,συγκεντρώσεις,Σούπα αλφαβήτου,αμαλγάματα,Συναθροίσεις
No antonyms found.
mortifies => Εξευτελίζει, mortifications => οι ταπεινώσεις, mortarmen => Υπονομευτές, mortarman => Ολμοβόλος, mortals => θνητοί,