Greek Meaning of rummages
ανακατεύει
Other Greek words related to ανακατεύει
- Μελωδίες
- ποικιλίες
- Συναθροίσεις
- κολάζ
- ακαταστασία
- Γεννηματα
- ανακατεύει
- Ανακατεύει
- γκάφες
- αποtrίμματα
- χαρτογιακό
- Διάφορα
- συλλογές
- συσσωρεύσεις
- συσσωματώματα
- συγκεντρώσεις
- Σούπα αλφαβήτου
- αμαλγάματα
- αναμειγνύει
- ακαταστασία
- συνδυασμοί
- τρελά παπλώματα
- μίξη
- τσάντες δώρου
- γκόμπο
- κατακερματισμός
- πανδαισία
- μίξεις
- Τζαμπαλάγια
- Ζούγκλες
- φρουτοσαλάτα
- ζωολογικός κήπος
- μίγμα σύγχυσης
- Μικτά σακούλια
- μοντάζ
- διάφορα
- χάος
- έλαια
- όγια ποδρίδα
- ollas podridas
- χαρμάνια
- παρωδίες
- Χωρατά
- patchwork
- Ποτ πουρί
- Σακούλες με ρούχα
- ραγού
- σαλάτες
- Τραπέζι φαγητού
- μαγειρευτά
- μπερδέματα
- πέφτει
- μπλεξίματα
- απολειφάδια
- ψιλοπράγματα
- σκορπαρισμένα
- διάφορα
- Πρόσθετα
- αδρανή
- συναθροίσεις
- κράματα
- μπόλικς
- κουβάδες απορριμμάτων
- χάος
- Μείγματα
- σύνθετα υλικά
- ενώσεις
- συσσωματώματα
- συσσωματώματα
- διαταραχές
- αποδιοργανώνει
- διαταραχές
- συγχωνεύσεις
- μίξεις
- χάος
- μπέρδεμα
- βάλτοι
- έννοιες
- Ανάμικτη σαλάτα
- μπερδέματα
- Ελαφρών βαρών
Nearest Words of rummages
Definitions and Meaning of rummages in English
rummages
a confused miscellaneous collection, to make an active search especially by moving, turning, or looking through the contents of a place or container, a confused miscellaneous collection of articles, to examine minutely and completely, to engage in an undirected or haphazard search, to discover by searching, to make a thorough search through, to make a thorough search or investigation, a thorough search especially among a confusion of objects, items for sale at a rummage sale
FAQs About the word rummages
ανακατεύει
a confused miscellaneous collection, to make an active search especially by moving, turning, or looking through the contents of a place or container, a confused
Μελωδίες,ποικιλίες,Συναθροίσεις,κολάζ,ακαταστασία,Γεννηματα,ανακατεύει,Ανακατεύει,γκάφες,αποtrίμματα
κυρίες,χάνει,βλέπει,περνάει πάνω από,Χάνει
rummage sales => Παζάρια παλιατζίδικων, rumbustiousness => θορυβώδης, rumbles => βροντές, rumbled => βρόντηξε, rulings => αποφάσεις,