FAQs About the word rules out

αποκλείει

to eliminate the possibility of, exclude, eliminate, to make impossible

απαγορεύσεις,Μπάρες,εξαλείφει,Αποκλείει,εμποδίζει,απαγορεύει,απαγορεύει,εξαιρεί,αποκλείει,εξορίζει

δέχεται,λαμβάνει,παίρνει μέσα,καλωσορίζει

rules => κανόνες, rulers => χάρακες, ruled out => αποκλείστηκε, ruled (on) => αποφάσισε (για), rule (on) => κανόνας (σε),