FAQs About the word morphinisms

μορφινισμοί

a disordered condition of health produced by habitual use of morphine

αλκοολισμός,Εθισμοί,εξαρτήσεις,συνήθειες,ηρωϊσμούς,εξαρτήσεις,Συνήθειες,οι Τζόουνς,πίθηκοι,Ανοχές

No antonyms found.

morphing => μεταμόρφωση, morphemes => Μορφήματα, morphed => μεταμορφωμένος, moroccos => Μαρόκο, morns => πρωιν,