FAQs About the word mossbacks

βρύα

an extremely old-fashioned or reactionary person, a large sluggish fish (such as a largemouth bass)

συντηρητικοί,Ντόντο,γέροι,παλιομοδίτες,απολιθώματα,Υποκριτές,βετεράνοι,προκατακλυσμιαίοι,Συντηρητικοί,

Φιλελεύθεροι,σύγχρονοι,Ριζοσπάστες,χίπστερ,Προοδευτικοί,Φασιονίστας

mossbacked => ξεπερασμένος, mosques => τεμένη, moseying => βραδέως, moseyed => τριγυρνώ, mosaics => ψηφιδωτά,