Greek Meaning of guessable
εικάσιμο
Other Greek words related to εικάσιμο
Nearest Words of guessable
Definitions and Meaning of guessable in English
guessable (a.)
Capable of being guessed.
FAQs About the word guessable
εικάσιμο
Capable of being guessed.
να υποθέτω Assume,φαντάζομαι,υποθέτω,υποθέτω,ύποπτος,σκέφτομαι,πιστεύω,εικασία,τολμώ να πω,εικάζω
αποδεικνύω,καθορίζω,καθιερώστε,μαθαίνω,αποδεικνύω,Διαπιστώνω,έγγραφο,βρἰσκω,τεκμηριώνω,επικυρώνω
guess warp => Μαντέψτε στρέβλωση, guess rope => σχοινί εικασίας, guess => μαντεύω, guerrilla theater => Guerrilla θέατρο, guerrilla force => Ανταρτοπόλεμος,