Greek Meaning of driven
οδηγείται
Other Greek words related to οδηγείται
Nearest Words of driven
- driven well => Καλά οδηγημένο
- drivepipe => σωλήνας κίνησης
- driver => οδηγός
- driver ant => στρατιωτικός σκώληκας
- driver's licence => άδεια οδήγησης
- driver's license => δίπλωμα οδήγησης
- driveshaft => Αξονάκι μετάδοσης κίνησης
- driveway => ιδιωτικός δρόμος
- driving => οδήγηση
- driving axle => Κινητήριος άξονας
Definitions and Meaning of driven in English
driven (s)
compelled forcibly by an outside agency
urged or forced to action through moral pressure
strongly motivated to succeed
driven (p. p.)
of Drive
of Drive. Also adj.
FAQs About the word driven
οδηγείται
compelled forcibly by an outside agency, urged or forced to action through moral pressure, strongly motivated to succeedof Drive, of Drive. Also adj.
παρορμητικός,καταναγκαστικός,αυτόματος,καταναγκαστικός,ενστικτώδης,ιδεοληπτικός,αυθόρμητος,επίμονος,εξαρτημένος από κάποιον όρο,ακούσιος
εθελοντικός,εσκεμμένος,εκούσιος,ελεγχόμενο,διαχειρίσιμος,αυθόρμητο,ανθεκτικός
drivelling => σιελόρροος, driveller => γκρινιάρης, drivelled => σιελόρροια, driveling => σιελόεις, driveler => κουτοπόνηρος,