Greek Meaning of goodwill
καλή θέληση
Other Greek words related to καλή θέληση
- εγκάρδιος
- φιλικότητα
- φιλία
- γενναιοδωρία
- φιλία
- ευσπλαγχνία
- Μπονομί
- Αδελφότητα
- φιλία
- φιλανθρωπία
- κοινότητα
- συντροφικότητα
- υποτροφία
- συντροφικότητα
- Αρμονία
- καλοσύνη
- καλοσύνη
- γειτονία
- καρδιακότητα
- συγγένεια
- Αλτρουϊσμός
- Ευγένεια
- ευγένεια
- Θεία Κοινωνία
- εταιρεία
- συντροφικότητα
- ομόνοια
- ενσυναίσθηση
- φιλανθρωπία
- Σχέση
- προσέγγιση
- Αυτοθυσία
- συμπάθεια
- ανεκτικότητα
- Ανεγωισμός
- συναδελφικότητα
- ηρεμία
Nearest Words of goodwill
Definitions and Meaning of goodwill in English
goodwill (n)
(accounting) an intangible asset valued according to the advantage or reputation a business has acquired (over and above its tangible assets)
the friendly hope that something will succeed
a disposition to kindness and compassion
FAQs About the word goodwill
καλή θέληση
(accounting) an intangible asset valued according to the advantage or reputation a business has acquired (over and above its tangible assets), the friendly hope
εγκάρδιος,φιλικότητα,φιλία,γενναιοδωρία,φιλία,ευσπλαγχνία,Μπονομί,Αδελφότητα,φιλία,φιλανθρωπία
εχθρότητα,ανταγωνισμός,έχθρα,Εχθρότητα,Κακή θέληση,δυσανεξία,κακεντρέχεια,κακία,Φαρμάκι,Αντιπάθεια
goodwife => καλή νοικοκυρά, good-time => καλός καιρός, good-temperedness => Καλοκαρδία, good-tempered => Καλοσυνάτος, goodship => Καλος καραβι,