Greek Meaning of thirstiness
δίψα
Other Greek words related to δίψα
- Λαχτάρα
- επιθυμία
- πείνα
- πόθος
- δίψα
- παρόρμηση
- όρεξη
- όρεξη
- Φαγούρα
- πάθος
- γεύση
- πόθος
- γεν
- κτητικότητα
- Φιλαργυρία
- Επιθυμία
- απληστία
- Ανάγκη
- πλεονεξία
- φιλαργυρία
- οδήγηση
- προθυμία
- Απληστία
- Φιλαργυρία
- δίψα
- ανυπομονησία
- ώθηση
- ώθηση
- Τζόουνς
- άσεμνο βλέμμα
- συμπάθεια
- αγάπη
- ανάγκη
- ανάγκη
- εμμονή
- πόθος
- αρπακτικότητα
- απαίτηση
- θέλω
- αδυναμία
- θα
- πόθος
- ζήλος
Nearest Words of thirstiness
Definitions and Meaning of thirstiness in English
thirstiness (n)
a deficiency of moisture (especially when resulting from a permanent absence of rainfall)
a physiological need to drink
strong desire for something (not food or drink)
thirstiness (n.)
The state of being thirsty; thirst.
FAQs About the word thirstiness
δίψα
a deficiency of moisture (especially when resulting from a permanent absence of rainfall), a physiological need to drink, strong desire for something (not food
Λαχτάρα,επιθυμία,πείνα,πόθος,δίψα,παρόρμηση,όρεξη,όρεξη,Φαγούρα,πάθος
Αποστροφή,Αλλεργία,απέχθεια,αηδία,Αντιπάθεια,Αηδία,αδιαφορία,αηδία,Ναυτία,απέχθεια
thirstily => διψασμένος, thirster => διψασμένος, thirsted => διψασμένος, thirst for knowledge => Δίψα για γνώση, thirst => δίψα,