Greek Meaning of whimsicalness

ιδιοτροπία

Other Greek words related to ιδιοτροπία

Definitions and Meaning of whimsicalness in English

Webster

whimsicalness (n.)

The quality or state of being whimsical; freakishness; whimsical disposition.

FAQs About the word whimsicalness

ιδιοτροπία

The quality or state of being whimsical; freakishness; whimsical disposition.

Αφέλεια,ιδιοτροπία,ευελιξία,ιδιαιτερότητα,ιδιόρρυθμος,αυθαιρεσία,ιδιοτροπία,μεταβλητότητα,Εκκεντρικότητα,μεταβλητότητα

Στερεότητα,Ακαμψία,πρακτικότητα,λογικότητα,λογικότητα,σταθερότητα,ταχύτητα,Σταθερότητα,Ακινησία,ακινησία

whimsically => Καπριτσιόζα, whimsicality => ιδιόρρυθμος, whimsical => Καприτσιόζος, whimseys => ιδιοτροπίες, whimsey => ιδιοτροπία,