Greek Meaning of lastingness
Ανθεκτικότητα
Other Greek words related to Ανθεκτικότητα
- συνοχή
- αντοχή
- μονιμότητα
- ομοιομορφία
- Συνέχεια
- συνέχεια
- Συνέχεια
- συνέχεια
- Διάρκεια
- επιμήκυνση
- αντοχή
- αντοχή
- επιμονή
- παράταση
- κανονικότητα
- ομοιότητα
- Συμμόρφωσης
- αδιάκοπος
- αμεταβλητότητα
- σταθερότητα
- επέκταση
- Σταθερότητα
- Αμεταβλητότητα
- μεταβλητότητα
- επιμήκυνση
- Ευστάθεια
- σταθερότητα
- stretching
- διαβίωση
- αμεταβλητότητα
- παρατείνοντας
Nearest Words of lastingness
Definitions and Meaning of lastingness in English
lastingness (n)
permanence by virtue of the power to resist stress or force
FAQs About the word lastingness
Ανθεκτικότητα
permanence by virtue of the power to resist stress or force
συνοχή,αντοχή,μονιμότητα,ομοιομορφία,Συνέχεια,συνέχεια,Συνέχεια,συνέχεια,Διάρκεια,επιμήκυνση
εφήμερο,εφήμερη,Ανακολουθία,ασυνέπεια,Ανωμαλία,ανωμαλία,απειροδικότητα,ιδιοτροπία,μεταβλητότητα,Μεταβλητότητα
lastingly => διαρκείς, lasting => διαρκής, lasthenia chrysostoma => Lasthenia chrysostoma, lasthenia => Λασθένια, lastex => Λάστιχο,