Greek Meaning of laster

καλαπόδι

Other Greek words related to καλαπόδι

Definitions and Meaning of laster in English

Webster

laster (n.)

A workman whose business it is to shape boots or shoes, or place leather smoothly, on lasts; a tool for stretching leather on a last.

FAQs About the word laster

καλαπόδι

A workman whose business it is to shape boots or shoes, or place leather smoothly, on lasts; a tool for stretching leather on a last.

κλείσιμο,τελικός,τελικός,τελευταίος,τελευταίος,επόμενος,καθυστέρηση,ο χαμηλότερος,προτελευταίος,τερματικό

αρχή,πρωιμότερος,πρώτο,αρχικός,πρωτότυπο,πρωτεύον,αρχή,ο σημαντικότερος,εναρκτήριος/-α/-ο,παρθένα

laste => τελευταίος, last-ditch => τελευταία, lastage => ναύλος, last word => τελευταία λέξη, last supper => Μυστικός Δείπνος,