Greek Meaning of lastingly

διαρκείς

Other Greek words related to διαρκείς

Definitions and Meaning of lastingly in English

Wordnet

lastingly (r)

in an enduring or permanent manner

FAQs About the word lastingly

διαρκείς

in an enduring or permanent manner

συνεχόμενος,ανθεκτικός,αιώνιος,αθάνατος,σε εξέλιξη,μόνιμος,Αθάνατος,σταθερά,ατελείωτος,αιώνιος

ξεπερασμένος,αρχαϊκός,χρονολογημένος,παρωχημένος,ξεπερασμένος,ξεπερασμένος.,φθαρμένος,ξεπερασμένο,παρελθόν

lasting => διαρκής, lasthenia chrysostoma => Lasthenia chrysostoma, lasthenia => Λασθένια, lastex => Λάστιχο, lastery => τελευταίος,