Greek Meaning of changeably

μεταβλητά

Other Greek words related to μεταβλητά

Definitions and Meaning of changeably in English

Webster

changeably (adv.)

In a changeable manner.

FAQs About the word changeably

μεταβλητά

In a changeable manner.

προσαρμοστικός,ρυθμιζόμενος,μεταβλητός,ευέλικτος,Αλλοιώσιμος,ελαστικός,λειαντός,τροποποιήσιμος,εύκαμπτος, εύπλαστος,μεταβλητή

καθιερωμένος,σταθερός,ανελαστικό,άκαμπτος,αμετάβλητος,αμετάβλητο,αμετάβλητος,σταθερά,άκαμπτος,ράβδος καθαρισμού

changeableness => Μεταβλητότητα, changeable => μεταβλητός, changeability => μεταβλητότητα, change taste => Αλλάζω γούστο, change surface => αλλαγή επιφάνειας,