Greek Meaning of constable
αστυνομικός
Other Greek words related to αστυνομικός
- αστυνομικός
- αξιωματούχος
- αστυνομικός
- σερίφης
- αστυνομικός
- ταύρος
- αστυνομία
- Χαλκός
- ντετέκτιβ
- Πλατυποδία
- χωροφύλακας
- επιθεωρητής
- ερευνητής
- Φύλακας του νόμου
- Αστυνομία
- Καπετάνιος
- χνούδι
- ανθυπολοχαγός
- άντρας
- μαρσάλ
- Στρατάρχης
- λειτουργικός
- Αστυνομικός
- Αστυνομικός
- ντετέκτιβ με πολιτικά
- Αστυνομία
- αστυνομικός
- Αστυνομίνα
- λοχίας
- ντετέκτιβ
- ντετέκτιβ
- ιχνηλάτης
- στρατιώτης
Nearest Words of constable
- conspire => συνωμοσία
- conspiratorial => συνωμοσιολογικός
- conspirator => συνωμότης
- conspirative => συνωμοτικός
- conspiracy of silence => συνωμοσία σιωπής
- conspiracy => συνωμοσία
- conspicuousness => εμφάνιση
- conspicuously => οφθαλμοφανής
- conspicuous consumption => Επιδεικτική κατανάλωση
- conspicuous => εμφανής
- constabulary => αστυνομία
- constance => σταθερότητα
- constancy => σταθερότητα
- constant => σταθερά
- constant lambert => σταθερά του Λαμπέρ
- constant of gravitation => σταθερά της βαρύτητας
- constant of proportionality => Σταθερά αναλογίας
- constant quantity => Σταθερά
- constantan => κωνσταντάν
- constantin brancusi => Κωνσταντίνος Μπρανκούσι
Definitions and Meaning of constable in English
constable (n)
a lawman with less authority and jurisdiction than a sheriff
English landscape painter (1776-1837)
a police officer of the lowest rank
FAQs About the word constable
αστυνομικός
a lawman with less authority and jurisdiction than a sheriff, English landscape painter (1776-1837), a police officer of the lowest rank
αστυνομικός,αξιωματούχος,αστυνομικός,σερίφης,αστυνομικός,ταύρος,αστυνομία,Χαλκός,ντετέκτιβ,Πλατυποδία
Πολίτης
conspire => συνωμοσία, conspiratorial => συνωμοσιολογικός, conspirator => συνωμότης, conspirative => συνωμοτικός, conspiracy of silence => συνωμοσία σιωπής,