Greek Meaning of plainclothesman
ντετέκτιβ με πολιτικά
Other Greek words related to ντετέκτιβ με πολιτικά
Nearest Words of plainclothesman
Definitions and Meaning of plainclothesman in English
plainclothesman (n)
a detective who wears civilian clothes on duty
FAQs About the word plainclothesman
ντετέκτιβ με πολιτικά
a detective who wears civilian clothes on duty
ντετέκτιβ,εκμεταλλευμένος,ομοσπονδιακός,πράκτορας,μάρτυρας,καναγιαδόρος,ιχνηλάτης,ερπύστρια,,ιδιωτικός ντετέκτιβ
No antonyms found.
plainchant => ψαλμωδία, plainant => παραπονούμενος, plain weave => Απλή ύφανση, plain wanderer => Λιβαδοδρόμος, plain turkey => Γαλοπούλα,