Greek Meaning of conspire
συνωμοσία
Other Greek words related to συνωμοσία
Nearest Words of conspire
- conspiratorial => συνωμοσιολογικός
- conspirator => συνωμότης
- conspirative => συνωμοτικός
- conspiracy of silence => συνωμοσία σιωπής
- conspiracy => συνωμοσία
- conspicuousness => εμφάνιση
- conspicuously => οφθαλμοφανής
- conspicuous consumption => Επιδεικτική κατανάλωση
- conspicuous => εμφανής
- conspectus => Επισκόπηση
- constable => αστυνομικός
- constabulary => αστυνομία
- constance => σταθερότητα
- constancy => σταθερότητα
- constant => σταθερά
- constant lambert => σταθερά του Λαμπέρ
- constant of gravitation => σταθερά της βαρύτητας
- constant of proportionality => Σταθερά αναλογίας
- constant quantity => Σταθερά
- constantan => κωνσταντάν
Definitions and Meaning of conspire in English
conspire (v)
engage in plotting or enter into a conspiracy, swear together
act in unison or agreement and in secret towards a deceitful or illegal purpose
FAQs About the word conspire
συνωμοσία
engage in plotting or enter into a conspiracy, swear together, act in unison or agreement and in secret towards a deceitful or illegal purpose
πλοκή,σχέδιο,συνωμοτώ,συνωμοτώ,Επινοώ,επινοώ,ίντριγκα,μηχανεύω,σχέδιο,μπίρα
No antonyms found.
conspiratorial => συνωμοσιολογικός, conspirator => συνωμότης, conspirative => συνωμοτικός, conspiracy of silence => συνωμοσία σιωπής, conspiracy => συνωμοσία,