Greek Meaning of connive
συνωμοτώ
Other Greek words related to συνωμοτώ
Nearest Words of connive
Definitions and Meaning of connive in English
connive (v)
encourage or assent to illegally or criminally
form intrigues (for) in an underhand manner
FAQs About the word connive
συνωμοτώ
encourage or assent to illegally or criminally, form intrigues (for) in an underhand manner
κλείσιμο ματιού,ανέχομαι,αδιαφορία,δικαιολογία,συγχωρώ,παραβλέπω,ανέχομαι,βούρτσισμα (προς τα πλάγια ή προς τα έξω),παραβλέπω,αγνοώ
αρνούμαι,αποδοκιμάζει (κάτι),αρνούμαι,απαγορεύω,συνοφρυώνομαι (σε ή πάνω)
connivance => συνενοχή, conniption => ένταση, conning tower => πυργίσκος, connexion => σύνδεση, connemara heath => Έρημος του Κονέμαρα,