FAQs About the word squeezability

συμπιεστότητα

the property of being able to occupy less space

μεζούρα,εκφράζω,απόσπασμα,πουρές,Τύπος,Εξώθηση,ψίχα,πουρές,ρήμα

αποσυμπιέζω,επεκτείνω,ανοιχτό,απλωμένος,διαστέλλομαι,διασπείρω,διαλύω,διαστείλω,φουσκώνω,εκτείνω

squeegeeing => σφουγγάρισμα, squeegeed => σκουπισμένο, squeegee roller => τζάμι, squeegee => τζαμόξυλο, squeamishness => ευαισθησία,