Greek Meaning of squeezability
συμπιεστότητα
Other Greek words related to συμπιεστότητα
Nearest Words of squeezability
Definitions and Meaning of squeezability in English
squeezability (n)
the property of being able to occupy less space
FAQs About the word squeezability
συμπιεστότητα
the property of being able to occupy less space
μεζούρα,εκφράζω,απόσπασμα,πουρές,Τύπος,Εξώθηση,ψίχα,πουρές,ρήμα
αποσυμπιέζω,επεκτείνω,ανοιχτό,απλωμένος,διαστέλλομαι,διασπείρω,διαλύω,διαστείλω,φουσκώνω,εκτείνω
squeegeeing => σφουγγάρισμα, squeegeed => σκουπισμένο, squeegee roller => τζάμι, squeegee => τζαμόξυλο, squeamishness => ευαισθησία,