FAQs About the word recumbent

ξαπλωμένο

lying down; in a position of comfort or restLeaning; reclining; lying; as, the recumbent posture of the Romans at their meals. Hence, figuratively; Resting; ina

επίπεδος,οριζόντιος,επιρρεπής,ανάκλιση,προσκυνημένος,αναπαυόμενος

όρθιος,όρθιος,κατακόρυφος,κάθετος,ανυψωμένο,κατακείμενος ανάσκελα,τιμημένος

recumbency => ξάπλωμα, recumbence => κλίση, recumb => Ξαπλώνω, reculement => οπισθοχώρηση, recule => οπισθοχώρηση,