Greek Meaning of energumen
ενεργούμενος
Other Greek words related to ενεργούμενος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of energumen
- energy => Ενέργεια
- energy department => Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος
- energy level => επίπεδο ενέργειας
- energy of activation => Ενέργεια ενεργοποίησης
- energy secretary => Υπουργός Ενέργειας
- energy state => Ενεργειακή κατάσταση
- energy unit => μονάδα ενέργειας
- energy-absorbing => απορροφητικός ενέργειας
- energy-storing => αποθήκευση ενέργειας
- enerlasting => αιώνιος
Definitions and Meaning of energumen in English
energumen (n.)
One possessed by an evil spirit; a demoniac.
FAQs About the word energumen
ενεργούμενος
One possessed by an evil spirit; a demoniac.
No synonyms found.
No antonyms found.
energizing => ενεργειακός, energizer => ενεργοποιητής, energized => ενεργοποιημένος, energize => ενεργοποιώ, energising => ενεργητικός,