Greek Meaning of lulu
λουλού
Other Greek words related to λουλού
- ομορφιά
- ομορφιά
- μαργαρίτα
- σκανδαλιάρης
- όνειρο
- θαύμα
- Ροδάκινο
- πιπ
- Πιπίν
- αγάπη μου
- θαυμάζω
- μπουκιά
- κάτι άλλο
- φελλό
- κράκατζακ
- εξαιρετικός
- νταντής
- διαμάντι
- Πολύτιμος λίθος
- μέλι
- Καυτά πράγματα
- εκπληκτικός
- Χάμερ
- Κόσμημα
- Νοκ άουτ
- έξυπνος
- μαργαριτάρι
- Φαινόμενο
- δαμάσκηνο
- θαύμα
- βιαστής
- αίσθηση
- ροχαλητής
- Το τελειωτικό χτύπημα
- Το γόνατο της μέλισσας
- Το νιαούρισμα της γάτας
- κάτοικος
- δυνατός
- Τζιμ-νταντι
- Λολλαπαλούζα
- Καταπληκτικό
- Καρφί
- εξαιρετικό
- aρπάζω
- Πετράδι του στέμματος
- αυτοκρατορικός
- θησαυρός
Nearest Words of lulu
Definitions and Meaning of lulu in English
lulu (n)
a very attractive or seductive looking woman
FAQs About the word lulu
λουλού
a very attractive or seductive looking woman
ομορφιά,ομορφιά,μαργαρίτα,σκανδαλιάρης,όνειρο,θαύμα,Ροδάκινο,πιπ,Πιπίν,αγάπη μου
προτομή,Απογοήτευση,αποτυχία,αποτυχία,λεμόνι,Γαλοπούλα,χάντρες,απογοήτευση,βρωμύλος
lullingly => νανουριστικά, lulling => χαλαρωτικό, lulli => λουλί, luller => γκρινιάρης, lulled => Γαλήνεψε,